- προτειχίζει
- προτειχίζωprotect by a wallpres ind mp 2nd sgπροτειχίζωprotect by a wallpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτειχίζω — ΝΑ [τειχίζω] κτίζω τείχος μπροστά από κάτι άλλο, προκαλύπτω κάτι με προτείχισμα ώστε να τό υπερασπιστώ αρχ. μτφ. εξασφαλίζω («προτειχίζει σε πάντοθεν», Βασ.) … Dictionary of Greek
ταρθωτής — ὁ, Α αυτός που προτειχίζει τα αναχώματα τών αυλάκων τού Νείλου με πλεγμένους θάμνους και κλάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί αμάρτυρου τ. *ταρσωτής (< ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»] … Dictionary of Greek